νουζούλι

νουζούλι
νουζούλι, τὸ (Μ)
συν. στον πληθ. τὰ νουζούλια
φόρος που καταβαλλόταν κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας για την παροχή καταλύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. nuzul].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”